- φορτώσεις
- φορτόωloadaor subj act 2nd sg (epic)φορτόωloadfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μούτσος — ο ναυτ. ναυτόπαιδο, μαθητευόμενος ναύτης χωρίς πείρα, νεαρής συνήθως ηλικίας, ο οποίος δεν έχει μια συγκεκριμένη ειδικότητα, εκπαιδεύεται όμως σε εργασίες τού καταστρώματος, στη ναυτική τέχνη, αλλά και στις φορτώσεις πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ.… … Dictionary of Greek
μπαγιατίλα — η 1. η ιδιότητα τού μπαγιάτικου 2. η οσμή ή η γεύση τού μπαγιάτικου («το φαγητό μύριζε μπαγιατίλα») 3. (κατ επέκτ.) κάθε πράγμα μπαγιάτικο («αυτές τις μπαγιατίλες θέλεις να μού φορτώσεις;»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bayat + κατάλ. ίλα (πρβλ. ξιν… … Dictionary of Greek
προβλήτα — η / προβλής, ῆτος, ὁ, ἡ, Ν ΜΑ, τ. θηλ. προβλῆτις Α νεοελλ. 1. κάθε φυσική ή τεχνητή προεκβολή τής ξηράς η οποία εισχωρεί σε θάλασσα, λίμνη ή ποταμό και χρησιμεύει κυρίως για τη διευκόλυνση πλευρίσματος τών πλοίων, μόλος 2. φρ. «πλωτή προβλήτα»… … Dictionary of Greek
στρόφος — ο, ΝΜΑ, και στρόπος Ν ισχυρός κωλικόπονος εξαιτίας συστροφής τών εντέρων νεοελλ. 1. είδος σχοινιού με συνδεδεμένα τα άκρα που χρησιμεύει ως αρτάνη κατά τις φορτώσεις βαρέων αντικειμένων, στροφίδα 2. ιατρ. ο ειλεός εκ συστροφής μσν. 1. στροβίλισμα … Dictionary of Greek
φορτηγίδα — η σκάφος χαμηλό και πλατύ που χρησιμεύει στη μεταφορά εμπορευμάτων σε μικρές αποστάσεις ή στις φορτώσεις και εκφορτώσεις πλοίων, η μαούνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)